- Οροσάγγαι
- Ὀροσάγγαι, οἱ (Α)(στους Πέρσες)1. οι ευεργέτες τού βασιλιά2. οι σωματοφύλακες τού βασιλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. περσικής προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ὀροσάγγαι — the Benefactors of the King masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροσάγγαι — the Benefactors of the King masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορσάγγης — ὀρσάγγης (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Πέρσες) ο οροσάγγης, ο σωματοφύλακας ή ευεργέτης τής βασιλικής οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. Οροσάγγαι] … Dictionary of Greek
Ὀροσάγγας — Ὀροσάγγᾱς , Ὀροσάγγαι the Benefactors of the King masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροσάγγας — ὀροσάγγᾱς , Ὀροσάγγαι the Benefactors of the King masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)